- κοραλλιογραφία
- ηκλάδος της ζωολογίας που μελετά τα κοράλλια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοραλλιογραφία — η κλάδος τής ζωολογίας που ασχολείται με τα κοράλλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιο + γραφία (< γραφώ < γράφος < γράφω), πρβλ. δημοσιο γραφία, υδατο γραφία] … Dictionary of Greek
κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… … Dictionary of Greek